- σαματατζής
- ο, θηλ. σαματατζού, Ν1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακα-τζής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαματατζήδικος — η, ο, Ν θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαματατζηδ τού πληθ. σαματατζήδες τού σαματατζής + κατάλ. ικος (πρβλ. πλακατζήδ ικος] … Dictionary of Greek